τρίμιτος

τρίμιτος
-η, -ο / τρίμιτος, -ον, ΝΑ
(για ύφασμα) ο κατασκευασμένος από τρίκλωνο νήμα
αρχ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τρίμιτος, τὸ τρίμιτον
είδος ενδύματος κατασκευασμένου από ύφασμα με τρίκλωνο νήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + μίτος «νήμα, κλωστή» (πρβλ. ἑπτά-μιτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίμιτος — three threaded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμιτον — τρίμιτος three threaded masc/fem acc sg τρίμιτος three threaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμίτους — τρίμιτος three threaded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίμιτα — τρίμιτος three threaded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριμίτιον — τὸ, Α [τρίμιτος] υποκορ. τού τρίμιτος ή τού τρίμιτον …   Dictionary of Greek

  • Sammet, der — Der Sammet, zusammen gezogen Sammt, des es, plur. doch nur von mehrern Arten, die e, ein feinhaariges, seidenes Gewebe, dessen linke Seite einen Gros de Tour Grund bildet. Der Sammet bestehet aus doppelten einzelnen Fäden, welche man im Weben… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • τριμίσκον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀστερ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • τριμίτινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τριμιτάριος — ὁ, Α κατασκευαστής τριμίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. ταβουλ άριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”